σκευάμαξα
Смотреть что такое "σκευάμαξα" в других словарях:
σκευάμαξα — η, Ν όχημα που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές, σκευοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεύος + άμαξα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κλ. Κλεομένους] … Dictionary of Greek
σκευάμαξα — η, Ν όχημα που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές, σκευοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεύος + άμαξα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κλ. Κλεομένους] … Dictionary of Greek